- χρονομέτρης
- ο, Ν(ιδίως σχετικά με αθλητικά αγωνίσματα) ειδικός που μετρά την ακριβή χρονική διάρκεια μιας ενέργειας με χρονόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -μέτρης (< μέτρο*), πρβλ. γεω-μέτρης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.